- μηκύνω
- (ΑΜ μηκύνω, Α δωρ. τ. μακύνω) [μήκος]μεγεθύνω κατά μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι περαιτέρω τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», Ξεν.)μσν.-αρχ.μέσ. μηκύνομαιαυξάνομαι, μεγαλώνωαρχ.1. αυξάνω τη χρονική διάρκεια πράγματος, παρατείνω κάτι «τίν' εἰς χρόνον ζητεῑτε μηκῡναι βίον», Ευρ.)2. αναβάλλω, καθυστερώ3. (σχετικά με λόγο) μιλώ διεξοδικά, δίνω έκταση στον λόγο μου, μιλώ εκτεταμένα (α. «τοὺς δὲ λόγους... οὐ παρὰ τὸ εἰωθὸς μηκυνοῡμεν», Θουκ.β. «ἐμήκυνα περὶ Σαμίων μᾱλλον, ὅτι σφι τρία ἐστὶ μέγιστα ἁπάντων Ἑλλήνων ἐξεργασμένα», Ηρόδ.)4. φωνάζω δυνατά5. μεταχειρίζομαι μακρά συλλαβή, εκτείνω βραχύ φωνήεν σε μακρό6. πολλαπλασιάζω επί νέο κλάσμα7. (μέσ.-παθ.) μηκύνομαι (σχετικά με κολοσσιαίο άγαλμα) υψώνω, ορθώνω, εγείρω.
Dictionary of Greek. 2013.